Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Αντιμετώπισή μου από τους Γερμανούς

Είναι κάποια σημειώματα που δεν γράφονται με δική μου πρωτοβουλία αλλά γιατί κάποιος κάπου μου το πρότεινε. Βέβαια, όταν αποφασίζω να γράψω για κάτι, αυτό γίνεται με τη δική μου θεώρηση, που μπορεί να είναι και αντίθετη απ' αυτήν εκείνου που το πρότεινε. Κι αυτό το σημείωμα είναι "κατόπιν παραγγελίας". Πάει κάμποσος καιρός που ένας αναγνώστης, ο Θανάσης, σε σχόλιό του σε μάλλον άσχετο θέμα, με παρακινούσε να γράψω για τη σχέση μου με τους Γερμανούς. Πώς αντιμετωπίζουν τους Έλληνες. Πέρασε κάμποσος καιρός, το είχα κατά νου να το κάνω αλλά όλο το ανέβαλα. Ε, σήμερα λοιπόν ήρθε η ώρα να μιλήσω και γι' αυτό.

Ο λόγος της αναβολής είναι πως δεν είναι εύκολο να απαντήσω στο ερώτημα. Και συνήθως, αν κάτι μας δυσκολεύει τ' αφήνουμε για μια άλλη φορά. Η δυσκολία στην απάντηση έγκειται, βασικά, στο γεγονός ότι τα πάρε - δώσε που έχω με τους Γερμανούς είναι πολύ λίγα όπως γράφω σε απάντηση σε άλλο σχόλιο. Πρώτο εμπόδιο το γεγονός ότι δεν έχω δοσοληψίες με Γερμανούς στο σχολείο. Άρα, αφού στο χώρο εργασίας δεν έρχομαι σε επαφή από πού αλλού θα μπορούσα να αποκτήσω επαφή. Από το διπλανό στην καφετέρια ή στην ταβέρνα ή στο τρένο. Εκεί, μπαίνει εμπόδιο η γλώσσα. Όπως έχω γράψει πολλές φορές η χρήση της γλώσσας είναι χάλια. Μπορεί να καταλαβαίνω ένα κείμενο (εκεί αν κάτι με δυσκολεύει υπάρχουν και λεξικά, βλέπετε "σκρίπτα μάνετ" και τα χαζεύεις όση ώρα θέλεις). Στη συζήτηση όμως, εκτός απ' το να καταλάβεις τι σου λέει ο άλλος (η πρώτη δυσκολία) είναι να του πεις κι εσύ αυτό που θέλεις. Κι εκεί αρχίζει το μεγάλο ζόρι. Γιατί, το τι σου λέει, μπορεί και να το καταλάβεις, ειδικά αν το θέμα είναι απλό και καθημερινό (δεν κάνεις καμιά ανάλυση σε κάποιο ιδιαίτερο γεγονός, π.χ. οικονομική ανάλυση που εκεί εμπλέκονται ένα σωρό ειδικοί όροι). Αλλά για να του πω τα δικά μου, εκεί κολλάω. Εκεί χρειάζεται λεξιλόγιο που είναι περιορισμένο (2; - 3; χιλιάδες λέξεις - δεν φτάνουν με τίποτα για συζήτηση μιας και η Γερμανική γλώσσα έχει την ακριβή λέξη για το κάθε πράγμα). Κι αφού βρεις τις λέξεις πρέπει να τις βάλεις στη σωστή σειρά αν θέλεις να σε καταλάβουν, κι η σωστή σειρά των γερμανικών είναι τελείως διαφορετική απ' ότι στα ελληνικά. Κάθε γλώσσα έχει τη δική της δομή. Στα γερμανικά η δομή είναι αφενός αυστηρή ως προς τη σειρά (το βασικότερο το που μπαίνει το ρήμα) κι αφετέρου άσχετη με τον τρόπο που τα έχουμε εμείς στο νου μας, καθώς σκέφτομαι στα Ελληνικά (και θέλει πολλή εξοικείωση για ν' αρχίσει κανείς να σκέφτεται στην ξένη γλώσσα που χρησιμοποιεί - το διαπίστωσα μετά από κάποια διάστημα, τα παλιά χρόνια που δούλευα στην εταιρία και χρησιμοποιούσα πολύ τα αγγλικά). Κι όταν με βλέπουν να ζορίζομαι, συνήθως, μου προτείνουν και το γυρίζουμε στο αγγλικό. Αλλά ξέφυγα από το θέμα μου.

Με τους εδώ κατοίκους, λοιπόν, μπορεί να μην έρχομαι σε στενή επαφή, αλλά καθημερινά συναντιόμαστε στο δρόμο, στο τρένο, στο σουπερμάρκετ, στην ταβέρνα κι όπου κυκλοφορώ τέλος πάντων. Τι γίνεται μ' αυτούς;

Καταρχάς να υπενθυμίσω πως στο Μόναχο που ζω ο ένας στους τέσσερις (ή μήπως ένας στους τρεις;) κατοίκους είναι ξένος. Αυτό απ' τις στατιστικές των Γερμανών. Κι όταν οι Γερμανοί λένε ξένος εννοούν πως δεν έχει γερμανική υπηκοότητα. Αν δηλαδή κάποιος Έλληνας ήρθε πριν χρόνια ως μετανάστης και κάποια στιγμή πήρε τη Γερμανική υπηκοότητα (ακόμα κι αν έχει κρατήσει και την Ελληνική) για τη στατιστική αυτή είναι Γερμανός κι όχι ξένος. Θέλω να πω δηλ., πως στην πραγματικότητα ο αριθμός είναι μεγαλύτερος. Άρα υπάρχει εξοικείωση με την παρουσία ξένων και δεν φαινόμαστε σαν εξωτικά φρούτα όπως συμβαίνει πολλές φορές στην Ελλάδα. Κι οι υπηρεσίες π.χ. είναι σε πολλές γλώσσες, χωρίς να φοβούνται οι Γερμανοί πως θα χάσουν τη γλώσσα τους όπως κάποιες φωνές που ακούγονται τελευταία στην Ελλάδα γιατί αποφασίστηκε (ή ακόμα το σκέφτονται;) οι εξετάσεις οδήγησης να έχουν τα κείμενα και στα Τούρκικα (που ειδικά για την περιοχή της Θράκης, για την οποία γίνεται αναφορά, είναι μια διαδεδομένη γλώσσα).

Το επόμενο στοιχείο, που έχει να κάνει με το προηγούμενο, είναι ότι όταν συναντάς κάποιον τυχαία, δεν ξέρεις αν αυτός είναι Γερμανός (Άρειος) ή ξένος. Το γεγονός πως η όποια συνεννόηση θα γίνει στα γερμανικά, δεν είναι εχέγγυο της καταγωγής. Τα παιδιά στο σχολείο μιλάνε άνετα γερμανικά (δεν θα έλεγα άπταιστα, μιας κι εγώ δεν μπορώ να είμαι κριτής - οι συνάδελφοι που διδάσκουν Γερμανικά έχουν σοβαρές αντιρρήσεις). Αυτό σημαίνει πως είναι Γερμανοί; Μα με τίποτα. Κι αν τους αποκαλέσεις έτσι κινδυνεύεις να σε πάρουν με τις πέτρες (που λέει ο λόγος, γιατί το να βρουν πέτρες είναι δύσκολο!). Ένα άλλο κριτήριο είναι το χρώμα των ματιών. Αν είναι σκούρο δεν είναι Γερμανοί. Αλλά το γαλάζιο δεν το έχουν μόνο αυτοί, σε αποκλειστικότητα. Πέρα απ' το ότι κι η Μαρία έχει γαλάζια μάτια (κι απ' όσο ξέρουμε δεν έχει γερμανικές ρίζες), υπάρχουν και αρκετοί σλαβικής καταγωγής που και σ' αυτούς επικρατεί το γαλάζιο. Καλά, για το χρώμα των μαλλιών δεν γίνεται κουβέντα. Το μαύρο (και δη κορακάτο) κυριαρχεί. Ίσως είναι μόδα, αλλά ξανθούς Φρίτσιδες, όπως είχα ακουστά απ' της ελληνικές ταινίες, δεν βρίσκω εύκολα. Άρα; Άγνοια για την καταγωγή. Έτσι, όταν κάπου λέω πως είναι καταδεκτικοί και προσπαθούν να βοηθήσουν, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος πως μιλάω για (και με) Γερμανούς. Γι' αυτό και όταν μιλάω έξω, στο δρόμο ή σε άλλο χώρο, δεν κάνω κακά σχόλια μιας και δεν ξέρω ο απέναντι πόσο καταλαβαίνει αυτά που λέω (γιατί πολλοί καταλαβαίνουν αρκετά Ελληνικά).

Εν πάση περιπτώσει, ποια είναι η γενική μου εντύπωση; Γενικά θετική. Μπορεί, ειδικά πέρυσι με τις συζητήσεις για την οικονομία, να κουμπώνονταν κάπως όταν άκουγαν πως είμαστε Έλληνες, αλλά γενικά η αντιμετώπιση είναι τουλάχιστον καλή. Ακόμα κι αν έλεγαν "τι γίνετε τώρα, θέλετε εμείς να σας πληρώσουμε" (πράγματα που - ως γνωστόν - αρκετές φορές γράφτηκαν στις γερμανικές εφημερίδες) το έλεγαν μάλλον με διάθεση χιούμορ οι περισσότεροι (ε, υπήρχαν κι άλλοι που έδειχναν προβληματισμένοι για το θέμα οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και βάρη της Γερμανίας αλλά και πάλι όχι με τους συγκεκριμένους Έλληνες που είχαν μπροστά τους - ίσως γιατί πάντα "οι παρόντες εξαιρούνται"). Πολλές φορές έτυχε οι διπλανοί μας να μας ρωτήσουν από πού είμαστε ακούγοντας μας να μιλάμε μια άγνωστη σ' αυτούς γλώσσα, τα ελληνικά. Κι όταν μάθαιναν πως είμαστε Έλληνες εκδήλωναν μεγάλη χαρά και μας έλεγαν όλες τις ελληνικές λέξεις που ξέρανε (το ρεπερτόριο περιλαμβάνει κατά σειρά - "ευχαριστώ", "καλημέρα", "καληνύχτα" άντε και κανένα στραμπουλιγμένο "στην υγειά μας"). Λάτρεις της Αρχαίας Ελλάδας, όπως έχω ξαναγράψει (ειδικά οι Βαυαροί) χαίρονται να μας πουν πως έχουν επισκεφτεί κάποια περιοχή της Ελλάδας (προηγείται η Κρήτη). Σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι που ξέρουν περισσότερα. Αλλά αυτοί συνήθως αποφεύγουν να το δηλώσουν προτιμώντας να ακούνε το τι λέμε. Κάτι αντίστοιχο μ' αυτό που κάνω κι εγώ...

Υπάρχουν περιπτώσεις αρνητικής αντιμετώπισης; Χμ, μάλλον. Δεν μου έχει τύχει κάτι συγκεκριμένο, αλλά υπάρχουν στιγμές που βλέπεις ομάδες νεαρών που έχουν κατεβάσει κάμποσες μπίρες κι ο τρόπος που σε κοιτάζουν σε κάνουν να σκέφτεσαι πως καλά θα ήταν αν μπορούσες να εξαφανιστείς από μπροστά τους. Δεν είμαι σίγουρος πως έτσι είναι. Και δεν έχω περιέργεια να μάθω. Είναι και οι προκαταλήψεις που έχουν καλλιεργηθεί ακούγοντας για νεοναζί, εθνικιστές κλπ. Τι να πω.

Και ποιο είναι το συμπέρασμα απ' όλ' αυτά; Δεν ξέρω. Εγώ καλά περνάω μαζί τους, στη χώρα τους, αλλά αυτό έχει να κάνει και με το πώς το εννοεί καθένας αυτό το "καλά". Ανάλογα τις προσδοκίες που έχει και τους στόχους του.

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστώ, Γιάννη.Ξέρω να περιμένω.Να είσαι καλά να ταξιδεύεις και να ταξιδεύουμε κι εμείς μαζί σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή