Στο Μόναχο που μέναμε αποκτήσαμε διάφορες συνήθειες που δεν είχαμε πριν ή που τις είχαμε ξεχάσει. Μια απ' αυτές, το να πηγαίνουμε σε κλασσικές παραστάσεις (μπαλέτο, όπερα κλπ). Στην Ελλάδα αυτά είναι παραγνωρισμένα ή για αν το διατυπώσω διαφορετικά, δε είναι τόσο συνηθισμένο να πας σε τέτοιες παραστάσεις, αν και, τα τελευταία χρόνια υπάρχει κίνηση και προς αυτές. Έτσι, φέτος που επιστρέψαμε επισκεφθήκαμε ήδη μερικές φορές κάποιους σχετικούς χώρους. Δεν θα αναφερθώ στις παραστάσεις καθαυτές (αν και το έχω ήδη κάνει για μία) αλλά σε κάποια άλλα πράγματα που έχουν σχέση με τις παραστάσεις με τις απαραίτητες συγκρίσεις.
Τα θέατρα που επισκέφθηκα φέτος είναι τρία. Το "Τζένη Καρέζη" με το έργο του Μπρεχτ "ο Αφέντης Πούντιλα και ο υπηρέτης του ο Ματίς", το θέατρο Μπάτμιντον με το "Μάουτχάουζεν" που λέγαμε και στο Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας με μια οπερέτα και ένα μπαλέτο. Όχι και λίγα για τους πρώτους μήνες (για να μην προσθέσω και έναν σινεμά, που όμως δεν έχω μέτρο σύγκρισης με το Μόναχο μιας και εκεί σε σινεμά δεν είχα πάει).
Ας ξεκινήσω από την γκαρνταρόμπα. Ή το βεστιάριο ή όπως αλλιώς λένε το μέρος στο οποίο ο επισκέπτης μπορεί να αφήσει το πανωφόρι του. Που στην Ελλάδα είναι θεσμός ανύπαρκτος. Το Μέγαρο Μουσικής το επισκέφθηκα δυο φορές και είχα την εντύπωση πως ούτε εκεί έχει. Κι όμως υπάρχει, μόνο που δεν φαίνεται εύκολα (είναι μετά τις εισόδους προς τη σκηνή).Στη Γερμανία (και όχι μόνο) το να υπάρχει μέρος να αφήσεις τα χοντρά ρούχα σου ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Θα μου πείτε πως εκεί κάνει κρύο έξω και ο κόσμος κυκλοφορεί με βαριά ρούχα. Μα και εδώ συμβαίνει το χειμώνα. Χώρια όταν βρέχει. Κάπου πρέπει να τ' αφήσεις. Στα θέατρα (στην Όπερα του Μονάχου π.χ.) υπήρχε ένας τέτοιος χώρος σε κάθε επίπεδο, δίπλα στην πόρτα. Να μην κουβαλάς τα μπαγκάζια σου την ώρα που βλέπεις την παράσταση.
Το ίδιο ισχύει και στα μουσεία και σε άλλους κλειστούς χώρους. Εδώ, όταν πήγαμε στην πινακοθήκη μας είπαν να πάρουμε ακόμα και την ομπρέλα μας μαζί μας κι ας έσταζε και θα λερώναμε. Κι όταν την αφήσαμε (είχε δίπλα και κάτι κρεμάστρες να βάλουμε κάνα παλτό αν μας έκανε όρεξη) μας προειδοποίησαν πως αυτό γίνεται με δική μας ευθύνη! Κι όταν φεύγαμε είχαν μαζευτεί τόσες που άντε να βρεις ποια είναι η δικιά σου. Εκεί γι' αυτές τις περιπτώσεις, υπήρχαν ειδικά ντουλάπια που κλείδωνες τα πράγματά σου. Έβαζες ένα ευρώ μέσα σαν εγγύηση που το έπαιρνες πίσω όταν επέστρεφες το κλειδί (αλλιώς δεν κλείδωνε).
Άλλο θέμα τώρα. Η έκδοση των εισιτηρίων, ή μάλλον η προέκδοση. Συνήθως, τα εισιτήρια εκεί τα κλείναμε ηλεκτρονικά, μέσω ίντερνετ. Και συνήθως μας τα έστελναν ταχυδρομικά, ενώ σε άλλες περιπτώσεις Εδώ για το "Τζένη Καρέζη" δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα αλλά για τα άλλα δύο ναι. Στο θέατρο Μπάτμιντον, η έκδοση έγινε ιντερνετικά αλλά έγραφε το χαρτί πως η παραλαβή των εισιτηρίων θα γίνει επιτόπου, αλλά θα έπρεπε να είμαστε εκεί μια ώρα πριν. Πολύς χρόνος. Και μου έκανε εντύπωση πως πάνω στο χαρτί έγραφε και τον κωδικό της εφορίας. Πάμε εκεί, κατευθυνόμαστε προς το ταμείο και μας λένε πως δεν χρειαζόταν τίποτα να κάνουμε, όπως ήμασταν να πάμε προς την είσοδο. Τσάμπα το τρέξιμο να βρεθούμε εκεί νωρίς. Στο Μέγαρο αντίθετα, η παραλαβή γίνεται από το ίδιο, όποια ώρα ταμείου πας τις προηγούμενες μέρες, ή αλλιώς εκείνη την ώρα, μέχρι ένα μισάωρο πριν. Κι εκεί αρχίζει η περιπέτεια. Γιατί πάμε στο κεντρικό ταμείο και μας λένε όχι εδώ κάτω. Πάμε κάτω, όχι εδώ απέναντι. Κι απέναντι δυο ουρές για την παραλαβή. Είχαν εκδοθεί τα εισιτήρια ονομαστικά, έλεγες το όνομά σου, έδειχνες το χαρτί, έψαχνε η κοπέλα το κουτάκι που είχε μπροστά της, το εύρισκε και στο έδινε. Ολόκληρη ιστορία δηλαδή.
Να κάνω και μια σύγκριση μεταξύ Όπερας Μονάχου και Μεγάρου Μουσικής που τα θεωρώ παρόμοια (και διάφορες στοιχεία του τελευταίου μου δίνουν αυτή την εντύπωση). Μπορεί το τελευταίο να μην έχει τον όγκο και τον διάκοσμο της Όπερας αλλά αυτό που προσφέρει, είναι παρόμοιο. Στην Όπερα λοιπόν την πρώτη φορά που πήγαμε την πατήσαμε. Γιατί οι θέσεις που πήραμε ήταν μόνο για ακροατές. Όχι για θεατές. Δηλαδή από κει που στεκόσουνα άκουγες τι γινόταν στη σκηνή αλλά δεν έβλεπες. Ίσως αν κρεμαζόσουνα μόνο, να έπαιρνες μάτι κάποια γωνία. Το μάθαμε και προσέχαμε. Αλλά όχι ότι αποφύγαμε τις κακοτοπιές. Κλείσαμε θέσεις κι ήταν για ορθίους! Ευτυχώς, τέτοια πράγματα στο Μέγαρο δεν είχαμε.
Και μιας και έγραψα διάφορα θεατρικά, να διατυπώσω ένα παράπονο για το θέατρο Μπάτμιντον. Που πρέπει να ανέβεις μια σκάλα, να φτάσεις στο φουαγιέ και μετά να κατέβεις για να μπεις στο χώρο του θεάτρου. Η αντίστροφη διαδρομή κατά την αποχώρηση. Κι αν για την είσοδο βρίσκω κάποιον λόγο για να περάσεις απ' το ταμείο, για ποιο λόγο χρειάζεται να επαναλαμβάνεται αυτή η ταλαιπωρία και στην έξοδο και να μην ανοίγουν οι πόρτες που βρίσκονται στο ισόγειο;
Άντε να γράψω μερικά για τις καρέκλες των θεάτρων (άνευ συγκρίσεων). Το Τζένη Καράζη το βρήκα ίδιο με αυτό που το είχα δει τότε που είχα ξαναπάει πριν πολλλλλλλά χρόνια, όταν η ονοματοδότριά του ζούσε ακόμα (τον Βυσινόκηπο είχαμε δει εκεί τότε; Έτσι νομίζω). Ε, δεν άλλαξε καθόλου. Ούτε ως προς τις ταπετσαρίες, ούτε ως προς τη στενότητα μεταξύ των καθισμάτων (κι είναι και μεγαλούτσικα τα ποδαράκια μου και ζορίζομαι). Στενά ήταν και στο Μπάτμιντον. Χώρια που εκεί η είσοδος ήταν μία για όλους (και δεν παίρνει και λίγους μέσα). Ευτυχώς που υπήρχαν αρκετές ταξιθέτριες. Στο Μέγαρο τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα.
Το είναι είναι κακιά λέξη (μια συνεργασία του Μιχάλη Ρουμελιώτη)
Πριν από 11 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου