Το Σάββατο ήταν μια μέρα που πολλά πράγματα πήγαν στραβά. Μέρες τώρα σκέφτομαι το κόμπλεξ που μας καλλιεργούν στην Ελλάδα έναντι των Ευρωπαίων. Θα επανέλθω συνολικά στο θέμα, απλά το Σάββατο μου επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά ότι άδικα το αισθανόμαστε και στραβά κι ανάποδα συμβαίνουν παντού. Αλλά είπαμε, για το συνολικό σε επόμενο. Ας αρχίσω να αφηγούμαι το τι έγινε και τα συμπεράσματα βγαίνουν, νομίζω, αβίαστα.
Τον περασμένο Νοέμβριο είχα αγοράσει μια ετήσια κάρτα για επίσκεψη στα παλάτια (σλοσ - schloß) της Βαυαρίας (νομίζω το έχω ξαναγράψει). Με 65€ δυο άτομα μπορούν να μπουν σε όσα από αυτά ανήκουν στην υπηρεσία που εκδίδει αυτή την κάρτα. Την έχουμε χρησιμοποιήσει αρκετά. Και μιας και τον Νοέμβριο λήγει είπαμε να την εκμεταλλευτούμε στις τελευταίες μας εκδρομές. Το προηγούμενο Σάββατο λοιπόν αποφασίσαμε να πάμε στο Σβανγκάου (Schwangau) όπου υπάρχουν δυο τέτοια παλάτια: το Νόισβανστάιν το οποίο είχαμε επισκεφτεί τον Απρίλιο (είναι αυτό που εμφανίζεται στα κινούμενα σχέδια την Ντίσνεϋ) και απέναντι το Χόεσβανγκάου, ένα παλάτι με μεγάλη ιστορία αφού χτίστηκε στα χίλια διακόσια τόσα και αγοράστηκε για εξοχικό από τους βασιλιάδες της Βαυαρίας τον 19ο αιώνα και έγινε μουσείο από το 1913. Εδώ μεγάλωνε και ο Λουδοβίκος ο ΙΙ που τριγύρναγε παιδάκι στα γύρω βουνά και όταν στα 18 τον κάναν βασιλιά είπε να χτίσει το δικό του παλάτι στην περιοχή (και όχι μόνο) με το δικό του γούστο, βρε αδερφέ. Έφτιαξε λοιπόν το Νόισβανστάιν κι από κοντά το Λίντερχοφ και το παλάτι στο Χέρενίνσελ, αλλ' αυτά τα έχουμε ξαναδεί και ξαναπεί.
Το μετεωρολογικό σάιτ προέβλεπε μια ηλιόλουστη και ζεστή μέρα κι έτσι το πήρα απόφαση να κάνω εκδρομή για δεύτερο συνεχόμενο Σάββατο, μιας και η περυσινή εμπειρία λέει ότι ο καιρός θα χαλάσει οσονούπω. Σηκωθήκαμε λοιπόν αρκετά πρωί, πήραμε το πρωινό μας και ξεκινήσαμε. Δεν ήξερα αν η κάρτα που έχω για τα τρένα με καλύπτει και για την τοπική μεταφορική εταιρία (RVA), δεν φρόντισα να ρωτήσω κι έτσι βγάλαμε ομαδικό εισιτήριο (28 αντί 20 ευρώ). Φτάνουμε στο μετρό και, παρά την απεργία που συνεχίζεται, πετυχαίνουμε συρμό που έφευγε στις και δέκα (τώρα με την απεργία τα στάνταρ - και αν δεν υπάρχει καθυστέρηση - είναι στο ακριβώς, και 20 και 40). Έτσι είμαστε στο τρένο αρκετά νωρίς κάτι που μας έσωσε γιατί βρήκαμε και καθίσαμε. Κάποιοι άλλοι έβγαλαν όλη τη διαδρομή των δύο ωρών μέχρι το Φύσεν όρθιοι.
Ο καιρός με σύννεφα αλλά κυρίως με ομίχλη που ελπίζουμε πως θα σηκωθεί κάποια στιγμή. Πράγματι, στη διάρκεια της διαδρομής βλέπουμε κάποιες τρύπες απ' τις οποίες περνούσε ο ήλιος. Φτάνουμε στο Φύσεν, βρίσκουμε το λεωφορείο και είμαστε πολλοί, πάρα πολλοί. Μπαίνουμε μέσα και βρίσκουμε μια θέση. Πάνω στη ρόδα ήτανε, αλλά απ' το να είμαστε όρθιοι και παστωμένοι καλύτερα καθιστοί και μαζεμένα τα πόδια από την ανύψωση της ρόδας.
Μιας και είχαμε ξαναπάει και ξέρουμε πώς είναι τα πράγματα, με το που φτάνουμε στις 11:15 πάμε κατευθείαν για εισιτήρια. Στεκόμαστε στη σωστή ουρά που είναι πολύ μικρότερη απ' την άλλη για το Νόισβανστάιν. Φτάνει η σειρά μας, συμφωνούμε για δυο εισιτήρια ελευθέρας στις 12:45 (ναι, τότε ήταν η αμέσως επόμενη διαθέσιμη ξενάγηση) με ακουστικά στα Ελληνικά. Να σημειώσω εδώ ότι απ' έξω τα παλάτια τα βλέπεις όσο και όποτε θέλεις, αλλά όταν μπεις μέσα η περιήγηση γίνεται μόνο με πληρωμή, οργανωμένα και με απαγόρευση φωτογράφισης(!)
Για να φτάσει κανείς μέχρι το παλάτι που θέλαμε, έχει μια διαδρομή κάνα τέταρτο - είκοσι λεπτά με τα πόδια ή μπορεί να πάρει και αραμπά με άλογα. Μιας και είχαμε μπόλικη ώρα περπατήσαμε (όχι πως αν πηγαίναμε με τα ζα πως θα πηγαίναμε γρηγορότερα αφού είχε μεγάλη ουρά στην αναμονή) και χαζέψαμε τη φύση. Κάτι πάπιες στη διπλανή λίμνη, η θέα με τα δέντρα ντυμένα στην φθινοπωρινή πολυχρωμία τους και από ένα σημείο και πάνω η ομίχλη μας κράτησαν συντροφιά στο ανέβασμα. Παρ' όλ' αυτά όταν φτάσαμε είχαμε ακόμα αρκετό χρόνο για να χαζέψουμε το κάστρο από γύρω.
Φτάνει επιτέλους η ώρα της εισόδου, πάμε να μπούμε αλλά το μηχάνημα δεν μας επιτρέπει. Επειδή ήμουνα πρώτος στη σειρά και μόλις είχε ανάψει το σήμα για το δικό μας γκρουπ νόμισα πως ακόμα δεν είχε ανοίξει το σύστημα. Αλλά ο παρακείμενος φύλακας μου λέει πως το εισιτήριο που είχα ήταν για το άλλο παλάτι! Πράγματι, απ' την πίσω μεριά είχε φωτογραφία απ' το Νόισβανστάιν, αλλά πού να καταλάβω εγώ. Νόμιζα πως όλα έτσι ήτανε.
Ροβολάω τον κατήφορο, φτάνω στο γκισέ και μου «εξηγούνε» πως το συγκεκριμένο κάστρο δεν ήταν μέσα σ’ αυτά που έχουν δωρεάν είσοδο. Στο ερώτημα γιατί δεν μου το είχαν πει προηγούμενα, απάντηση δεν υπήρχε. Θα έπρεπε να περιμένω στην επόμενη διαθέσιμη ξενάγηση. Πότε; Στις 14:15. Τέλος πάντων, συνεννοούμαστε με τη Μαρία και συμφωνούμε αναγκαστικά. Πάει να βγάλει το εισιτήριο, άλλη εμπλοκή. Στο συγκεκριμένο παλάτι δεν υπάρχουν ακουστικά στα Ελληνικά. Παρ’ όλο που στη μπροσούρα που έχουν βγάλει με πληροφορίες τέτοια διάκριση δεν γίνεται. Έτσι, μπαίνουμε σε γκρουπ με αγγλική ξενάγηση στις 14:20.
Τρώω λοιπόν μια αναμονή ακόμα, μόνο που τώρα δεν είχα τι να κάνω. Σηκώθηκα πρωί πρωί για να κάθομαι τώρα να περιμένω; Δεν κοιμόμουνα μια ώρα ακόμα να ισιώσει λιγάκι το κορμάκι μου (τρόπος του λέγειν με τόσο όγκο) που σηκώνομαι κάθε μέρα στις 5:30 το πρωί. Και να τριγυρνάω και τόση ώρα σαν την άδικη κατάρα όρθιος που η μέση μου δεν αντέχει και ιδιαίτερα..
Εν τω μεταξύ επειδή είχα ντυθεί και σχετικά ελαφριά αφού θα έκανε ζέστη υποτίθεται να κρυώνω κι από πάνω. Η ομίχλη να κρέμεται από πάνω μας τόσο που το απέναντι παλάτι δεν φαινότανε. Τέλος πάντων, μας ξενάγησε η κυρία, πράγματι μέσα άξιζε τον κόπο, δεν είχε καμιά σχέση με το κιτς στυλ του Λουδοβίκου (που είναι και μισοτελειωμένα τα παλάτια του γιατί του τέλειωσαν πρώτα τα λεφτά και λίγο μετά κι η ζωή του).
Με το που βγήκαμε, μιας και είχα σπαστεί τελείως, είπα να φύγουμε. Δεν είχα δει πότε έχει λεωφορείο. Φτάνουμε στη στάση, αρκετός κόσμος περιμένει. Κοιτάζω στον πίνακα, θα πέρναγε στις 15:41 με το επόμενο να είναι στις 16:40, οπότε και θα πέρναγαν τρία μαζεμένα λεωφορεία. Είχαμε αρκετό καιρό κι έτσι κάτσαμε στα παγκάκια απέναντι. Όταν πλησίαζε η ώρα σηκωνόμαστε να είμαστε κοντά αλλά χαλαρά. Αυτό το χαλαρά μας έφαγε. Γιατί με το που έφτασε το λεωφορείο ο κόσμος πύκνωσε και πύκνωσε χωρίς ουρές και άλλες τέτοιες λεπτομέρειες. Άρχισαν να μπαίνουν και κάποια στιγμή, τέσσερα άτομα πριν από μας σταματάει. Κλείνει τις πόρτες και αναχωρεί. Μα του λέω. Δεν γίνεται μου λέει. Δεν μπορώ να βάλω άλλους. Βρε είναι σε μια ώρα το επόμενο. Μπα σε δυο – τρία λεφτά θα έρθει, μη στεναχωριέσαι. Σιγά που ήρθε. Πιθανά τα μπέρδεψε, γιατί τις καθημερινές πράγματι μετά από δυο λεπτά έχει άλλο αλλά το Σάββατο γιοκ.
Τι να κάνουμε, το κρύο με πιρούνιαζε, όρθιος δεν μπορούσα, πήγαμε για καφέ σε παρακείμενο καφεστιατόριο. Ωραίος ο καφές, ωραίος κι ο μπουφές, στις 16:30 σηκωνόμαστε και πάμε στην ουρά που βέβαια είχε μεγαλώσει κι επειδή υπήρχαν αρκετοί που την είχαν πατήσει με το προηγούμενο, τώρα η ουρά ήταν σφιχτή. Έρχεται το πρώτο λεωφορείο, αρχίζουν να μπαίνουν και φαίνεται ότι δεν πρόκειται να χωρέσουμε όλοι αυτοί. Έρχεται το δεύτερο, στέκεται πίσω από το πρώτο και ανοίγει την πόρτα κι αρχίζουν να μπαίνουν όσοι ήταν στη μέση της ουράς! Αλλά και πάλι δεν έχω ελπίδες και περιμένω το τρίτο. Το οποίο όμως έρχεται απέναντι, ρίχνει μια ματιά, κάποιοι πάνε κατά κει και μπαίνουν, παίρνω τη Μαρία και πάμε κατά κει, λέω και σ’ άλλο ένα ζευγάρι που ήταν μαζί μας στο τρένο και τώρα βρέθηκαν μπροστά μας, μπαίνουμε μέσα (προφανώς όρθιοι) κι η οδηγός κλείνει και φεύγει. Απ’ το παράθυρο βλέπω ακόμα πολύ κόσμο στη στάση, τι απέγινε δεν ξέρω.
Ευτυχώς, στο τρένο της επιστροφής η πόρτα σταμάτησε μπροστά μου (σίγουρα είχα προωθηθεί σε βολικό σημείο, αλλά η ακριβής θέση της δεν μου ήταν γνωστή). Έτσι τα κατάφερα να κάθομαι και στην επιστροφή (αφού πάλι υπήρχε πολύς κόσμος που την έβγαλε στο όρθιο – τουλάχιστον μέχρι τα μισά). Παρ’ όλ’ αυτά το πιάσιμο στη μέση (που είναι ευαίσθητη) δεν το γλίτωσα.
Το είναι είναι κακιά λέξη (μια συνεργασία του Μιχάλη Ρουμελιώτη)
Πριν από 14 ώρες
Το Neuschwanstein είναι σαν να βγαίνει από παραμύθι. έχει όμορφο ανέβασμα μέσα από το δάσος με τα πόδια ή με άλλα μέσα και εσωτερικά είναι καταθλιπτικότατο γιατί δεν έχει καθόλου φως.Το Höhenschwangau είναι κτισμένο πάνω στο βράχο που τον έχει ενσωματώσει, έχει πανέμορφο κήπο, χρώματα που ταιριάζουν στην περιοχή και όμορφο εσωτερικό. Φαίνεται ότι το κατοικούσαν κάποια εποχή. Αξίζει επίσκεψη και στα δυο πάντως.
ΑπάντησηΔιαγραφή