Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Επίσκεψη σε Γιατρό

Η επίσκεψη σε γιατρό εδώ είναι μεγάλη και δύσκολη υπόθεση. Και γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για μένα που τα γερμανικά μου είναι βράσ' τα. Διάβαζα τις προάλλες για τα ραντεβού που χάνονται στην Αθήνα. Τα ίδια και χειρότερα σε καθημερινή βάση γίνονται κι εδώ. Κι εκεί τα ραντεβού χάθηκαν λόγω της απεργίας των γιατρών. Εδώ μπορούν να χαθούν για πιο απλούς λόγους; γιατί π.χ. ο γιατρός αρρώστησε(! κι οι γιατροί άνθρωποι είναι κι αρρωσταίνουν). Αλλ' ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Όπως έχω γράψει παλιότερα υπάρχουν διάφοροι ασφαλιστικοί φορείς, ανταγωνιστικοί μεταξύ τους και ο κάθε ασφαλισμένος επιλέγει αυτόν που του αρέσει. Ποιος είναι ο λόγος να επιλέξει κάποιος αυτόν ή εκείνον το φορέα δεν ξέρω, και ούτε μ' ενδιαφέρει στο φινάλε. Όπως είχα αναφέρει τότε, εγώ έχω συνεργασία με την ΑΟΚ, από αυτήν είναι οι εμπειρίες μου, αλλά απ' όσο έχω δει, ίδιες διαδικασίες ακολουθούν κι οι ασφαλισμένοι των άλλων φορέων.

Εν αρχή λοιπόν είναι το ραντεβού. Διαλέγεις γιατρό και κλείνεις ραντεβού. Οι γιατροί όλοι(;) δέχονται ασφαλισμένους ταμείων. Το ερωτηματικό μπαίνει γιατί δεν είμαι σίγουρος, απλά δεν έτυχε να βρω γιατρό που να μην δέχεται. Πάντως, πρέπει να γίνεται κάτι αντίστοιχο με την Ελλάδα. Δηλ. οι περισσότεροι είναι συμβεβλημένοι ενώ οι μεγαλογιατροί (δεν θα υπάρχουν κι εδώ;) όχι. Κάποιοι το γράφουν στην ταμπέλα τους, αλλά οι περισσότεροι όχι. Μάλλον το θεωρούν αυτονόητο. Το ραντεβού προσδιορίζεται μετά από κάποιο διάστημα. Πόσο είν' αυτό εξαρτάται από την ειδικότητα. Ο παθολόγοι (συγνώμη, ο γενικός γιατρός, κάτι που στην Ελλάδα δεν πολυυπάρχει και ως βασικός γιατρός είναι ο παθολόγος και μού' χει μείνει, εδώ ο ρόλος του είναι ιδιαίτερα σημαντικός, όπως φαίνεται και παρακάτω), σου δίνει ραντεβού την ίδια βδομάδα. Βέβαια, αν είναι επείγον (και συνήθως είναι) μπορείς να εμφανιστείς σ' αυτούς και εκτός ραντεβού και κάποια στιγμή θα σε δεχτεί. Η άλλη λύση είναι να πας σε κάποιο απ' τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Η λύση του νοσοκομείου είναι επιβεβλημένη πολλές φορές: γιατί δεν υπάρχει έγκαιρο ραντεβού (π.χ. η Μαρία ζήτησε ραντεβού από γυναικολόγο για έκτακτο περιστατικό και της έδωσε μετά από ένα μήνα. Άλλος συνάδελφος ήθελε ραντεβού με ψυχολόγο. Του δίνει μετά από δυο μήνες. Πάει, αλλά ο γιατρός έλειπε σε συνέδριο. Με το που επιστρέφει ζητάει να ανανεώσει το ραντεβού και τον βάζει μετά από άλλους δυο μήνες. Τη φορά αυτή ο γιατρός ήταν άρρωστος κι έτσι πήγε μετά από άλλους δυο μήνες κι εγώ έχασα το λογαριασμό και δεν ξέρω αν τελικά κατάφερε να δει το γιατρό του). Α! τα ραντεβού κλείνονται μέσω της γραμματείας. Ο γιατρός δεν απασχολείται με τέτοια απλά πράγματα. Κάθε ιατρείο απασχολεί και μια ή περισσότερες γραμματείς.

Ας πούμε τώρα πως ήρθε επιτέλους η ημερομηνία του ραντεβού και δεν υπάρχει κάτι έκτακτο. Με το που πας στο ιατρείο το πρώτο που έχεις να κάνεις είναι να δώσεις την κάρτα σου. Η κάρτα αυτή είναι σε μέγεθος πιστωτικής με τσιπάκι (σαν τηλεκάρτα) στο οποίο είναι αποθηκευμένα τα δεδομένα σου. Κάθε ιατρείο (και βέβαια και νοσοκομείο) έχει την ειδική συσκευή που διαβάζει τέτοιες κάρτες. Με την ανάγνωσή της ξέρει ο υπάλληλος αν έχεις φάκελο στο συγκεκριμένο ιατρείο για να τον φέρει για ενημέρωση. Επίσης βλέπει αν θα πρέπει να πληρώσεις τα 10€. Τι είναι αυτά; Κάθε ημερολογιακό τρίμηνο, την πρώτη φορά που πας σε έναν γιατρό πληρώνεις 10€. Αν αυτός σε παραπέμψει σε άλλον τότε σου δίνει παραπεμπτικό και δεν χρειάζεται να πληρώσεις πάλι. Η ισχύς ενός παραπεμπτικού είναι για δυο βδομάδες νομίζω (δεν χρειάστηκε να περιμένω παραπάνω) κι αν λήξει, περνάς και σου βγάζει η γραμματεία ένα καινούριο που ο γιατρός απλά το υπογράφει.

Η συνήθης διαδικασία είναι να πας στον οικογενειακό σου γιατρό, τον γενικό γιατρό δηλ. με τον οποίο συνεργάζεσαι κι αυτός να σε στείλει σε όποια ειδικότητα θέλεις (ίσως όχι αν θες οδοντίατρο). Κι αυτό προωθείται απ' τους ασφαλιστικούς φορείς: πέρυσι το καλοκαίρι η ΑΟΚ μας ζήτησε να δηλώσουμε ποιος θέλουμε να είναι ο οικογενειακός μας γιατρός, δηλ. ο γενικός γιατρός με τον οποίον θα θέλαμε να συνεργαζόμαστε. Ως κίνητρο είχε την καταβολή των 10€ άπαξ του έτους (κι όχι κάθε τρίμηνο), αν και αυτό μετράει περισσότερο γι' αυτούς που πάνε ταχτικά (π.χ. για να γράψουν φάρμακα).

Αφού τελειώσει η διαδικασία με τη γραμματεία (κι αφού δεν θέλεις μόνο φάρμακα αλλά χρειάζεσαι να δεις το γιατρό) περνάς στο δωμάτιο συζήτησης (σπράχτσιμερ - Sprachzimmer). Αν προκύψει ανάγκη μπορεί να πας και στο εξεταστήριο. Γενικά, οι περισσότερες διαγνώσεις γίνονται από τη συζήτηση. Κι εδώ αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα. Σε ποια γλώσσα θα γίνει η συζήτηση; Βασικά, όσο μπορούμε κι όσο μας παίρνει διαλέγουμε Έλληνες γιατρούς. Εδώ Έλληνα γιατρό έψαχνε συνάδελφος καθηγητής των γερμανικών, που έχει μείνει χρόνια στη Γερμανία. Κι αυτό γιατί όπως διηγιόταν μετά, ο γερμανόφωνος γιατρός που πήγε μίλαγε με τοπική προφορά που "στραμπούλιξε τ' αυτιά του" για να καταλάβει τι έλεγε και σίγουρος δεν ήταν. Αν δεν βρούμε Έλληνα ζητάμε να γίνει η συζήτηση στα αγγλικά που τα αντιλαμβανόμαστε καλύτερα. Γενικά, αγγλικά ξέρουνε. Το θέμα όμως είναι να θελήσουν να τα χρησιμοποιήσουν. Κι αυτό, όχι από εθνικισμό (όπως οι Γάλλοι - αν και κι εδώ κάποιες φορές σου λένε αφού είσαι στη χώρα μου να μιλήσεις τη γλώσσα μου). Κυρίως από ανασφάλεια. Δεν είναι σίγουροι για το επίπεδο των αγγλικών τους και φοβούνται μην πούνε κάτι λάθος. Επίσης από συνήθεια. Αν βρεθείς ανάμεσα σε δυο γιατρούς, τους είναι πολύ φυσικό να μιλήσουν γερμανικά και πρέπει να θυμηθούν ότι εσύ προτιμάς τα αγγλικά για να το γυρίσουν. Αν και, σε γενικές γραμμές, η ιατρική ορολογία έχει τόσα πολλά ελληνικά που καταλαβαίνεις το τι λέγεται!

Και κάτι ακόμα. Για τις συνηθισμένες μικροβιολογικές εξετάσεις (ανάλυση αίματος - ούρων) δεν έχεις να κανονίσεις ραντεβού σε κάποιο μικροβιολογικό εργαστήριο. Οι αιμοληψίες γίνονται στο ιατρείο του γενικού γιατρού κι απ' αυτόν θα πάρεις τις απαντήσεις. Για άλλες εργαστηριακές εξετάσεις όπως ακτινογραφίες και τέτοια, σίγουρα πρέπει να πας στον ειδικό χώρο μιας και χρειάζονται μηχανήματα κλπ. Αλλά γι' αυτές που είναι μια απλή αιμοληψία, το πράγμα απλοποιείται. Άσχετα αν είναι εύκολο κι αν υπάρχει η κατάλληλη ευχέρεια γι' αυτή τη δουλειά (που. συνήθως, δεν υπάρχει)!

3 σχόλια:

  1. "που τα γερμανικά μου είναι βράσ' τα".
    Κύριε Μαλλιαρέ,
    θα ήθελα την άποψή σας σχετικά με τον ισχυρισμό καθηγητών ξένων γλωσσών στην Ελλάδα, ότι η παραμονή στο εξωτερικό οδηγεί τάχιστα στην εξοικείωση και κατάκτηση της ομιλούμενης εκεί γλώσσας.
    Παρακολουθώ τα γραφόμενά σας και διαπιστώνω ότι τα γερμανικά σας -όσο μπορώ να εκτιμήσω μια και βρίσκομαι στο 2ο έτος εκμάθησης των γερμανικών- είναι πολύ καλά. Αν θυμάμαι καλά στις εξετάσεις γλωσσομάθειας για τις αποσπάσεις στο εξωτερικό είχατε πετύχει μια υψηλή βαθμολογία. Αυτό σημαίνει ότι είχατε μια σημαντική υποδομή στη γλώσσα.
    Θα ήθελα, λοιπόν, να μάθω -πέρα από κάθε διάθεση μετριοφροσύνης- αν η παραμονή σας στη Γερμανία επέδρασε ευνοϊκά στο να χρησιμοποιείται ανετότερα τη γερμανική γλώσσα.
    Σας ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συγγνώμη για το "χρησιμοποιείται" αντί του σωστού "χρησιμοποιείτε". Ο δαίμων του... πληκτρολογίου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλημέρα.
    Η διαμονή σε μια ξένη χώρα από μόνη της δεν είναι αρκετή για τη βελτίωση της γλωσσομάθειας. Γιατί μπορεί να μαθαίνεις να ακούς και να καταλαβαίνεις τι θέλουν να σου πουν, αλλά αυτό είναι άλλο πράγμα. Για να υπάρξει ουσιαστική βελτίωση δεν αρκεί η διαμονή αλλά απαιτείται και η συζήτηση με αυτούς που μιλούν τη γλώσσα (ουσιαστικά τους ντόπιους). Και σε μένα αυτό το τελευταίο λείπει. Είτε φταίει το ότι είμαι σε ελληνόγλωσσο σχολείο, είτε το ότι πολλές ώρες τις περνάω στο τρένο και δεν υπάρχει χρόνος για περεταίρω επαφές (αν και στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι αλήθεια, στο τρένο αρκετές φορές υπάρχει διάθεση για συζήτηση απ' τους άλλους αλλά μάλλον εγώ φταίω που την αποφεύγω), είτε γιατί μπορώ να χειριστώ πιο άνετα τα αγγλικά κι έτσι στις όποιες συζητήσεις με Γερμανούς το γυρίζουμε σ' αυτά, είτε το ότι δεν έχω εμπιστοσύνη στα γερμανικά μου ή όλ' αυτά μαζί, το αποτέλεσμα είναι πως δεν υπάρχει καμιά καλυτέρευση (τέτοια όπως θα την ήθελα).
    Στις εξετάσεις γλωσσομάθειας είχα πάρει 54 στα αγγλικά και 62 στα γερμανικά. Αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά. Στο να μιλήσω και να ακούσω τα πρώτα έχω άνεση. Και περίμενα μεγαλύτερη βαθμολογία. Πιθανά η ορθογραφία να μην ήταν σωστή (μιας και έχω πολύ καιρό να γράψω αγγλικά) κι αυτό να επηρέασε αρνητικά. Αντίθετα, στα γερμανικά, αν διαβάσω ένα κείμενο θα καταλάβω τι λέει κι έτσι ο χειρισμός των γραπτών απαντήσεων ήταν σχετικά καλός και η ορθογραφία πρόσφατη.
    Αν πάω όμως να μιλήσω το πράγμα δυσκολεύει. Μπορώ να σκεφτώ και να φτιάξω σωστές προτάσεις με το νου μου για ένα θέμα. Αλλά ο διάλογος απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα. Χρειάζεται όταν σου μιλάει ο άλλος να καταλάβεις τι λέει (και το θέμα της προφοράς παίζει κι αυτό το ρόλο του εδώ) αλλά την ίδια ώρα να ετοιμάσεις και τη δική σου απάντηση. Κι αυτό γίνεται μόνο όταν έχεις κατακτήσει αρκετά τη γλώσσα.
    Διαβάζω κάποιες φορές εφημερίδες, για απλά και καθημερινά θέματα. Αλλά αυτό δεν "λύνει" τη γλώσσα. Ούτε η πέντε κουβέντες στο ταμείο. Χρειάζεται επαφή με ντόπιους που να έχουν διάθεση και να σε διορθώσουν όταν κάνεις λάθος ή έστω επαφή με ανθρώπους από άλλη χώρα που θα χρησιμοποιηθεί η τοπική ως διάμεσο. Γι αυτό οι αποστολές παιδιών που διοργανώνονται για εκμάθηση γλώσσας φέρνουν αποτελέσματα.
    Το συμπέρασμα αυτό που είπα στην αρχή: Η διαμονή σε μια ξένη χώρα δεν αρκεί από μόνη της για να μάθεις τη γλώσσα της. Χρειάζεται η τριβή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή